τρυγήσῃ

τρυγήσῃ
τρυγήσηι , τρύγησις
harvest
fem dat sg (epic)
τρυγάω
gather in
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
τρυγάω
gather in
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
τρυγάω
gather in
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
τρυγέω
aor subj mid 2nd sg
τρυγέω
aor subj act 3rd sg
τρυγέω
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρύγηση — η / τρύγησις, ήσεως, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)] η ενέργεια τού τρυγώ, συγκομιδή, συλλογή καρπών …   Dictionary of Greek

  • τρύγηση — η η συγκομιδή καρπών, τρύγημα, τρύγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυγήσιμος — η, ο / τρυγήσιμος, η, ον, ΝΑ [τρύγησις] (για καρπούς) κατάλληλος για τρύγηση, για συγκομιδή («τρυγήσιμα σταφύλια») …   Dictionary of Greek

  • τρυγητικός — ή, ό / τρυγητικός, ή, όν, ΝΑ [τρυγητός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρύγηση ή στον τρυγητή ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον τρύγο («τρυγητικά μηχανήματα») μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρυγητικά η αμοιβή τών τρυγητών …   Dictionary of Greek

  • τρύγησις — ήσεως, ἡ, Α βλ. τρύγηση …   Dictionary of Greek

  • τρυγητός — ο 1. η συγκομιδή καρπών, η τρύγηση, ο τρύγος. 2. η εποχή που γίνεται ο τρύγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρύγημα — το, ατος 1. τρύγηση, τρυγητός, τρύγος: Τρύγημα των σταφυλιών. 2. χρηματισμός με επιτηδειότητα σε βάρος κάποιου, απομύζηση: Στην πρέφα κέρδισε πολλά, έκανε τρύγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρύγος — ο 1. τρυγητός, τρύγηση, τρύγημα. 2. η εποχή που γίνεται ο τρύγος: Θα σε πληρώσω στον τρύγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”